- πλόκαμος
- ο, ΝΜΑ, και πλοκαμός, Ν1. πλέγμα από τις τρίχες τής κόμης σε επίμηκες σχήμα, πλεξούδα2. φρ. «Πλόκαμος τής Βερενίκης» — αστερισμός γνωστός και ως Κόμη τής Βερενίκηςνεοελλ.-μσν.1. ζωολ. επίμηκες όργανο, συνήθως χωρίς σκελετικό, αλλά με μυϊκό στήριγμα, που προεκτείνεται στο σώμα διαφόρων ζώων και είναι εξογκωμένο και πλούσιο σε ποικίλες αισθητικές απολήξεις, ιδιαίτερα απτικές, κν. πλοκάμι2. αρχιτ. διακοσμητικό κατασκεύασα που μοιάζει με πλέγμααρχ.1. (με περιληπτ. σημ.) κόμη, μαλλιά2. πλεκτό, στριμμένο σχοινί, πλεκτάνη3. αστρον. αστερισμός τού βόρειου ημισφαιρίου4. στον πληθ. oἱ πλόκαμοια) (σχετικά με γυναίκες) πλεγμένα σγουρά μαλλιάβ) καλάθι από λυγαριά, πανέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού πλέκω* + επίθημα -αμος (πρβλ. όρχ-αμος, ουλ-αμός). Για τη σημ. τής λ. βλ. λ. πλέκω].
Dictionary of Greek. 2013.